αμβλυκόρυφος

αμβλυκόρυφος
ος , ον тупоконечный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αμβλυκόρυφος" в других словарях:

  • αμβλυκόρυφος — η, ο (για κωνοειδή πράγματα) αυτός που έχει αμβλεία, πλατυσμένη την κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμβλύς + κόρυφος < κορυφή] …   Dictionary of Greek

  • αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»